- λευκαθέω
- λευκᾰθ-έω,A = λευκαθίζω, perh. to be read in Hes.Sc.146 (ὀδόντων . . λευκὰ θεόντων codd.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λευκαθέω — (Α) (πιθ. ανάγν.) λευκαθίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται στον τ. τής γεν. πληθ. τής μτχ. ενεστ. λευκαθεόντων «με λαμπρό λευκό χρώμα» (Ησιόδ. Ασπ. 14β), ο οποίος σχηματίστηκε για μετρικούς λόγους στο τέλος στίχου αντί τού τ. λευκαθόντων τού… … Dictionary of Greek
λευκαθεόντων — λευκαθέω pres part act masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) λευκαθέω pres imperat act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκαθέοισα — λευκαθέω pres part act fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek